- ροίζημα
- τὸ, Α [ῥοιζῶ (Ι)]1. ορμητική, θορυβώδης κίνηση2. γρήγορη πτήση3. εκδήλωση, έκφραση με πάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥοίζημα — rushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιζημάτων — ῥοίζημα rushing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιζήμασι — ῥοίζημα rushing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιζήμασιν — ῥοίζημα rushing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιζήματα — ῥοίζημα rushing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιζήματι — ῥοίζημα rushing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοιζήματος — ῥοίζημα rushing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)